ὠνῶ

ὠνῶ
ἀνῶ , ἀνάζω
fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀ̱νῶ , ἀνέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀ̱νῶ , ἀνέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀνῶ , ἀνίημι
send up
aor subj act 1st sg
ἀνῶ , ἀνίημι
send up
aor subj act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ώνω — ΝΜ 1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε όω, ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ ώνω < ἐλευθερ όω, ῶ, θεμελι ώνω < θεμελι όω, ῶ, κυρτ ώνω <… …   Dictionary of Greek

  • ωνώ — έω, ΜΑ (κυρίως κρητ. τ.) (κατά τον Ησύχ. και τον Ζων.) πουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὠνοῦμαι «αγοράζω», προκειμένου το αντίθετο τού ὠνοῦμαι να ανήκει στην ίδια ρίζα (ὠνεῖσθαι / ὠνεῖν, αντί ὠνεῖσθαι / πωλεῖν)] …   Dictionary of Greek

  • ὤνω — ὀνίνημι D Mort. aor ind mid 2nd sg ὤ̱νω , ὦνος price paid masc nom/voc/acc dual ὤ̱νω , ὦνος price paid masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμιτ(τ)ώνω — και καταμητώνω (Μ) 1. (για κάτι που μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη) υποθηκεύω, βάζω ενέχυρο 2. μέσ. καταμιττώνομαι (για άσωτο) βάζω ενέχυρο τα ρούχα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μιτώνω «ξεγελώ» (< μίτος «κουβάρι»)] …   Dictionary of Greek

  • μετασελ(λ)ώνω — (Μ) 1. ξανασελώνω 2. μετασελ(λ)ίζω* …   Dictionary of Greek

  • σελ(λ)ώνω — Ν [σέλ(λ)α] προσαρμόζω, προσδένω την σέλα στο υποζύγιο («ώστε να στρώσει ο Διγενής και να σελλώσει ο Αλέξης», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • τρουλ(λ)ώνω — Ν βλ. τουρλώνω …   Dictionary of Greek

  • — ῶ, ΝΜΑ κατάληξη τών συνηρημένων ενεργητικών ρημάτων σε άω (πρβλ. νελ άω, ώ/ῶ, τιμ άω, ώ/ῶ), σε έω (πρβλ. βοηθέω, ώ/ῶ, φρουρ έω, ώ/ῶ) και ήω (πρβλ. ζ ήω, ώ/ῶ, πειν ήω, ώ/ῶ) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, καθώς και σε όω (πρβλ. κυρτ όω, ῶ, ορθ όω …   Dictionary of Greek

  • ιππωνώ — ἱππωνῶ, έω (Α) αγοράζω ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ωνῶ (< ώνης< ὠνοῡμαι), πρβλ. οπλ ωνώ, σιτ ωνώ] …   Dictionary of Greek

  • επιχαλυβώνω — και επιχαλυβδώνω καλύπτω σιδερένια επιφάνεια ή αντικείμενο με φύλλο από χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + χαλυβ(δ) ώνω (< χάλυψ). To δ αναλογικό προς το μολυβδ ώνω < μόλυβδος < θ. μολυβ + αρχαία κατάλ. δος κατά τά κίβ δος*, λύγ δος*. Στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”